- δεκάχιλοι
- δεκάχῑλοι , δεκάχιλοιten thousandmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκάχιλοι — και δεκάχειλοι, αι, α (Α) δέκα χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + χιλοι < χίλιοι (πρβλ. εννεάχιλοι)] … Dictionary of Greek
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δεκάχειλοι — οι βλ. δεκάχιλοι … Dictionary of Greek